φιλώ

φιλώ
(I)
-άω, Ν
βλ. φιλώ (II).
————————
(II)
φιλῶ, -έω, ΝΜΑ, και φιλώ, -άω, και μέσ. φιλιούμαι και φιλιέμαι, Ν, και αιολ. τ. φίλημμι και βοιωτ. τ. φίλειμι Α [φίλος]
1. δίνω φιλί, ασπάζομαι (α. «τὸν αγκάλιασε και τὸν φίλησε» β. «φιλεῑν κατὰ τὸ στόμα», Ανθ. Παλ.)
2. μέσ. φιλιούμαι και φιλιέμαι και φιλοῡμαι, -έομαι
ανταλλάσσω φιλί ή φιλιά με κάποιον (α. «φιληθείτε γλυκά χείλη με χείλη» β. «ἢν δ' ἦ οὕτερος ὑποδεέστερος ὁλίγῳ τὰς παρειὰς φιλέονται», Ηρόδ.)
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) πεφιλημένος, -η, -ο(ν)
(λόγιος τ.) αγαπητός, προσφιλής
νεοελλ.
1. (ενεργ. και μέσ.) α) συνευρίσκομαι ερωτικά, συνουσιάζομαι («όπου βρίσκει και φιλεί, μούντζες του κι αν παντρευτεί», παροιμ.)
β) (για ερπετό, ιδίως φίδι) δαγκάνω
γ) μτφ. i) έρχομαι σε επαφή, εφάπτομαι με κάτι («ο δρόμος ήταν στενός και έτσι τα αυτοκίνητα φιλήθηκαν»)
ii) ναυτ. φέρνω κάτι σε τέλεια επαφή με κάτι άλλο, εφαρμόζω κάτι με κάτι άλλο
2. φρ. «φιλώ κατουρημένες ποδιές» — βλ. ποδιά
3. παροιμ. «χέρι που δεν μπορείς να τό δαγκάσεις φίλα το» — να υποκύπτεις στον εχθρό σου, όταν είσαι ανίσχυρος να τόν βλάψεις
αρχ.
1. συμπαθώ, αγαπώ κάποιον («μάλα τούς γε φιλεῑ ἑκάεργος Ἀπόλλων», Ομ. Ιλ.)
2. επιθυμώ, θέλω («ὃν οἱ θεοὶ φιλοῡσιν ἀποθνήσκει νέος», Μεν.)
3. φέρομαι με φιλοφροσύνη, με ευγένεια
4. (ιδίως) περιποιούμαι, φιλοξενώ κάποιον («ξεῑνον ἄγων ἐν δώμασι... φιλέειν καὶ τιέμεν», Ομ. Οδ.)
5. τρέφω έρωτα για κάποιον, είμαι ερωτευμένος με κάποιον («οὐκ ἔστ' ἐραστής, ὅστις οὐκ ἀεὶ φιλεῑ», Ευρ.)
6. (σχετικά με πράγμ.) αποδέχομαι με ευχαρίστηση, επιδοκιμάζω, εγκρίνω («σχέτλια ἔργα φιλεῑν», Ομ. Οδ.)
7. (για πράγμ.) μού αρέσει κάτι («ἁσυχίαν δὲ φιλεῑ συμπόσιον», Πίνδ.)
8. (με απρμφ.) α) αγαπώ, αρέσκομαι να...
β) συνηθίζω να κάνω κάτι («φιλεῑ δὲ τίκτειν ὕβρις... ὕβριν», Αισχύλ.)
γ) (για πράγμ., γεγονός κ.λπ.) έχω την συνήθεια να... («αὔρα φιλέει πνέειν», Ηρόδ.)
δ) (με το γίγνεσθαι) συνηθίζω να συμβαίνω, συνήθως γίνομαι («ἀπὸ πείρης πάντα ἀνθρώποις φιλέει γίγνεσθαι», Ηρόδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φιλώ — φιλάω / φιλώ, φίλησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φιλώ — φίλησα, φιλήθηκα, φιλημένος 1. δίνω φίλημα, ασπάζομαι: Χέρι που δεν μπορείς να το δαγκώσεις φίλα το (παροιμ.). 2. το ενεργ. με αλληλοπάθεια όπως το μέσ., φιλιούμαι και φιλιέμαι, αλλάζω φίλημα, δίνω και παίρνω φιλί αμοιβαία: Πιάνονται κι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Φιλῶ — Φιλής masc gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλῶ — φιλέω love pres subj act 1st sg (attic epic doric) φιλέω love pres ind act 1st sg (attic epic doric) φιλόω pres subj act 1st sg φιλόω pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φίλω — φίλος beloved masc/neut nom/voc/acc dual φίλος beloved masc/neut gen sg (doric aeolic) φί̱λω , φιλέω love aor subj act 1st sg (epic) φί̱λω , φιλέω love aor ind mid 2nd sg (epic) φιλόω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φίλῳ — φίλος beloved masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φίλωι — φίλῳ , φίλος beloved masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφιλώ — έω και άω (AM καταφιλῶ, έω) (επιτ. τ. τού φιλώ) 1. ασπάζομαι κάποιον ζωηρά ή επανειλημμένα, φιλώ κάποιον σε πολλά σημεία τού προσώπου, τόν κατασπάζομαι 2. φιλώ με πάθος αρχ. 1. αγαπώ κάποιον πολύ 2. σκύβω και φιλώ …   Dictionary of Greek

  • κυνώ — (I) κυνῶ, άω (Α) [κύων] κυνίζω*. (II) κυνῶ, έω (Α) 1. φιλώ, ασπάζομαι («κύσον με καὶ τὴν χεῑρα δὸς τὴν δεξιάν», Αριστοφ.) 2. (για περιστέρια) φιλώ με τη γλώσσα («κυνοῡσι γὰρ ἀλλήλας ὅταν μέλλη ἀναβαίνειν ὁ ἄρρην», Αριστοτ.) 3. προσκυνώ. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • αγαπώ — ( άω) (Α ἀγαπῶ) 1. αισθάνομαι στοργή, συμπάθεια ή φιλία για κάποιον 2. επιθυμώ, μού αρέσει κάτι 3. αγαπώ ερωτικά, ερωτεύομαι νεοελλ. 1. νιώθω ευχαρίστηση με κάτι, έχω κλίση σ’ αυτό 2. μέσ. αγαπιέμαι γίνομαι αξιαγάπητος αρχ. 1. εκλιπαρώ, ικετεύω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”